ξεροκοκκινίζω

ξεροκοκκινίζω
αμετ. краснеть (от смущения, стыда)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξεροκοκκινίζω" в других словарях:

  • ξεροκοκκινίζω — γίνομαι κόκκινος από ντροπή, κοκκινίζει το πρόσωπό μου από αιδημοσύνη …   Dictionary of Greek

  • ξεροκοκκινίζω — ξεροκοκκίνισα, κοκκινίζω από ντροπή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανερυθριώ — ἀνερυθριῶ ( άω) (Α) αρχίζω να κοκκινίζω, ξεροκοκκινίζω …   Dictionary of Greek

  • ξεροκοκκίνισμα — το [ξεροκοκκινίζω] το κοκκίνισμα τού προσώπου από ντροπή, το ερύθημα τής αιδούς …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»